-
1 κοιμάω
Aκοίμησα Od. 12.372
:—[voice] Med., [tense] fut. - ήσομαι OGI383.43 (Commagene, i B.C.), D.H. 4.64, Luc.DDeor.4.4, etc.: [dialect] Ep. [tense] aor. κοιμήσατο, -αντο, Il.11.241, 1.476:—[voice] Pass., [tense] fut. - ηθήσομαι S.Fr.574.6, Luc.Asin.40, Alciphr.1.37.3, etc.: [tense] aor.ἐκοιμήθην Od.14.411
, al., E.Andr. 390, Pl.R. 571e, etc.: [tense] pf.κεκοίμημαι Aeschrio 8.2
, Luc.Gall.6:—lull, put to sleep,κοίμησον.. Ζηνὸς ὑπ' ὀφρύσιν ὄσσε φαεινώ Il.14.236
;ἦ με.. κοιμήσατε νηλέϊ ὕπνῳ Od.12.372
;βλέφαρα μὴ κοιμῶν ὕπνῳ A.Th.3
; put to bed,τὸν δ' αὐτοῦ κοίμησε Od.3.397
; of a hind,ἐν ξυλόχῳ.. νεβροὺς κοιμήσασα 4.336
.2 metaph., still, calm, ἀνέμους, κύματα, Il.12.281, Od.12.169; ;κύματος μένος Id.Eu. 832
;εὔφημον.. κοίμησον στόμα Id.Ag. 1247
; also, soothe, assuage,κοίμησον δ' ὀδύνας Il.16.524
; ᾧ (sc. φύλλῳ)κοιμῶ τόδ' ἕλκος S.Ph. 650
.II [voice] Med. and [voice] Pass., fall asleep, go to bed, Il.1.476, al., Hdt.1.9, etc.; of animals, lie down,κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι Od.14.411
: c. acc. cogn., ποῖόν τινα ὕπνον ἐκοιμῶ; X.Hier.6.7; βαθὺν κοιμηθῆναι (sc. ὕπνον) Luc. DMar.2.3.2 metaph., ὅπως ἂν κοιμηθῇ [τὸ ἐπιθυμητικόν] Pl. l.c.3 of the sleep of death,κοιμήσατο χάλκεον ὕπνον Il.11.241
;ἱερὸν ὕπνον κ. Call.Ep.11.2
: abs., fall asleep, die, S.El. 509 (lyr.), Aeschrio l.c.;ἐκοιμήθη μετὰ τῶν πατέρων LXX 3 Ki.2.10
, al., cf. PFay.22.28 (i A.D.), Ev.Matt.27.52, Ev.Jo.11.11, etc.; in epitaphs, IG14.1683, etc.; κ. τὸν αἰώνιον ὕπνον ib.929.4κοιμῶντο.. παρὰ μνηστῇς ἀλόχοισι Il.6.246
, cf. 250: hence, of sexual intercourse, lie with another, Od.8.295, Pi.I.8(7).23;οὔ τινι κοιμηθεῖσα Hes.Th. 213
;παρά τινι Hdt.3.68
; l.c.;μετά τινος Timocl.22.2
;ἀπὸ γυναικὸς ἀνὴρ τὰν νύκτα κοιμαθές Berl.Sitzb. 1927.157
([place name] Cyrene).6 of things, remain during the night, ; ἡ κιβωτὸς ἐκοιμήθη ἐκεῖ ib.Jo.6.10.
См. также в других словарях:
κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… … Dictionary of Greek